- ὀλιγοδρανῶ
- ὀλιγοδρανέωable to do littlepres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀλιγοδρανέωable to do littlepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοδρανώ — ὀλιγοδρανῶ, έω (Α) 1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός 2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, έουσα, έον ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανῶ (< δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α… … Dictionary of Greek